- διαπλάσῃς
- διαπλάσσωformaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μέρτσισον, Ρόντερικ Ίμπι — (Roderick Impey Murchison, 1792 – 1871). Άγγλος γεωλόγος και γεωγράφος. Μελέτησε την επιστήμη της γεωλογίας στο στρατιωτικό κολέγιο του Γκρέιτ Μάρλοου, στην πόλη Ντάρεμ. Το 1826 εξελέγη μέλος της Βασιλικής Εταιρείας και το 1831 πρόεδρος της… … Dictionary of Greek
προδούκτος — (productus). Γένος αρθρωτών βραγχιόποδων μαλακίων, που έχει εκλείψει. Ανήκουν στην οικογένεια των προδουκτιδών. Τα ζώα αυτά είχαν συχνά όστρακο πολύ μεγάλο, σκεπασμένο με αγκάθια, ή κοντές κοίλες προεξοχές, με τη βοήθεια των οποίων το ζώο… … Dictionary of Greek
αλλοθήρια — Τάξη ζώων που έχει εκλείψει, αυτοτελής ανάμεσα στα μονοτρήματα και στα μαρσιποφόρα. Τα ζώα αυτά ήταν φυτοφάγα ή παμφάγα και μικρά σε μέγεθος. Τα μεγαλύτερα από αυτά είχαν το μέγεθος λαγού. Η οδοντοστοιχία τους είχε κοπτήρες και τραπεζίτες.… … Dictionary of Greek
νεφροπάθειες — Παθήσεις των νεφρών που συνήθως διακρίνονται σε παθολογικές και χειρουργικές· μερικές από αυτές αντιμετωπίζονται επιτυχώς άλλοτε με συντηρητική (φαρμακευτική) και άλλοτε με χειρουργική αγωγή. Οι παθολογικές ν. είναι συνήθως αμφοτερόπλευρες και… … Dictionary of Greek
σικέλια βαθμίδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η νεώτερη από τις δύο βαθμίδες, στις οποίες υποδιαιρείται η παλαιοτεταρτογενής υποδιάπλαση της τεταρτογενούς διάπλασης του καινοζωικού αιώνα. Ονομάστηκε έτσι από το Γάλλο γεωλόγο Ντεπερέ και αντιστοιχεί στην πρώτη… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek
βλάστηση — Η διαδικασία κατά την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα μέρη του φυτού ή όλα εκείνα τα όργανα που κυριαρχούν κατά τις διάφορες βλαστικές περιόδους, δηλαδή κατά την αύξηση, την ανθοφορία και την καρποφορία. Κάθε κύκλος β. συνδέεται φυσιολογικά με την … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
ελούβιος — ο αυτός που έχει τη φύση ελουβιακής διάπλασης ή αναφέρεται σε αυτήν … Dictionary of Greek